ΑΝΑΚΤΟΡΑ ΤΑΤΟΪΟΥ
Το
σημαντικότερο ιστορικό μνημείο της περιοχής του Δρυμού είναι
το παλάτι της τέως βασιλικής οικογένειας στο Τατόι μαζί με τα
βοηθητικά του κτήρια.
Το
παλάτι αυτό υπήρξε η κύρια κατοικία των μελών της τέως βασιλικής
οικογένειας της Ελλάδος. Η αγορά του κτήματος Τατοΐου ολοκληρώθηκε
μετά από αλλεπάλληλες αγορές του Βασιλιά Γεωργίου του Α’ και
την παραχώρηση προς τον τότε «Βασιλέα των Ελλήνων»
από το ελληνικό δημόσιο έκτασης 15.000 στρ. του Εθνικού κτήματος
Μπάφι. Η πρώτη αγορά έγινε το 1871. Ακολούθησαν και άλλες στη
συνέχεια, ώστε στα τέλη της δεκαετίας του 1870 η συνολική έκταση
του κτήματος Τατοΐου ανήλθε στα 45.000 στρέμματα. Το 1891 ο
Γεώργιος ο Α’ προέβη σε αμοιβαία ανταλλαγή έκτασης 1.000 στρ.
στη θέση Αδάμες με διάφορους κατοίκους του Μενιδίου.
Η
τύχη του κτήματος Τατοΐου και του ομώνυμου παλατιού συνδέθηκε
με τη νεοελληνική ιστορία και ακολούθησε τις περιπέτειες του
θεσμού αυτού στην Ελλάδα. Έτσι, το 1916 με την παραίτηση της
κυβέρνησης του Βενιζέλου και τον επακολουθήσαντα εθνικό διχασμό
μέγα τμήμα του κτήματος Τατοΐου (28.000 στρ.) και βοηθητικά
κτήρια του παλατιού αποτεφρώθηκαν. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή
(1922) και την ανακήρυξη της Α’ Ελληνικής Δημοκρατίας (1923)
το Τατόι με τα παλάτια του γίνεται δημόσια περιουσία, εκτός
από μια έκταση 3.500 στρ. περίπου, στην οποία εγκαταστάθηκαν
μικρασιάτες πρόσφυγες και οι οποίοι συγκρότησαν τη σημερινή
Κοινότητα Κρυονερίου. Το 1936 με την παλινόρθωση της βασιλείας
επανέρχεται στους πρώτους ιδιοκτήτες του. Το 1946 μετά από σχετικό
δημοψήφισμα εγκαθίσταται ξανά η τέως βασιλική οικογένεια.
Το
1973 με νέο δημοψήφισμα απαλλοτριώνεται αναγκαστικά υπέρ του
δημοσίου ολόκληρη η λεγόμενη «βασιλική περιουσία»
και το 1975 με την οριστική κατάργηση του θεσμού της βασιλείας,
απομένει προς ρύθμιση η περιουσία αυτή.
Το
1992 γίνεται ρύθμιση με την οποία έκταση 4.000 στρ., στην οποία
περιλαμβάνεται το παλάτι με όλα τα βοηθητικά κτήρια, δίδεται
στον πρώην ιδιοκτήτη του και τα υπόλοιπα τα διαχειρίζεται το
ίδρυμα «Εθνικός Δρυμός Τατοΐου», τα μέλη του Δ.Σ.
του οποίου, τα διορίζει ο πρώην ιδιοκτήτης του κτήματος. Μικρές
επίσης εκτάσεις δίδονται σε ιδρύματα.
Το
1994 με νέα ρύθμιση επαναφέρεται η απαλλοτρίωση του 1973 και
το όλο «κτήμα» επανέρχεται στο δημόσιο. Μετά από
την ρύθμιση αυτή έγιναν προσφυγές για την αντισυνταγματικότητα
του νόμου από τους πρώην ιδιοκτήτες και η υπόθεση έληξε το 2002
μετά από σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων. Με βάση την απόφαση αυτή καταβλήθηκε εύλογο τίμημα
στους τέως βασιλείς για το σύνολο της περιουσίας τους στην Ελλάδα
(4.000.000.000 δρχ.) και το Τατόι έγινε Δημόσιο Κτήμα οριστικά.
Στο
συγκρότημα των ανακτόρων του Τατοΐου περιλαμβάνονται και πλήθος
βοηθητικών κτηρίων, όπως κατοικίες προσωπικού, φυλάκια, αποθήκες,
ξυλουργεία, ιπποστάσια, μελισσοκομεία, κτηνοτροφικές μονάδες
κτλ., τα οποία σήμερα έχουν σχεδόν ερειπωθεί.
Η
μη επίλυση για χρόνια του ιδιοκτησιακού θέματος της όλης «βασιλικής
περιουσίας» όχι μόνο δεν επέτρεψε την ανάδειξη των μνημείων
αυτών, αλλά συνετέλεσε στη σημαντική φθορά των από την χρόνια
εγκατάλειψή του. Το παλάτι και πολλά κτίρια μπορούν ακόμη να
διατηρηθούν και να αποτελέσουν άριστους χώρους, για ιστορικό
μουσείο, κέντρο περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, μουσείο φυσικής
ιστορίας, χώρους αναψυχής κτλ. Η απόστασή τους από την Αθήνα
είναι ελάχιστη και το περιβάλλον μέσα στο οποίο βρίσκονται ιδεώδες.
Το Δασαρχείο Πάρνηθας εκτελεί διάφορα έργα στην περιοχή, όπως:
– Έργα πυροπροστασίας του δάσους Τατοΐου, προϋπολογισμού 1.230.000
Ευρώ
– Ετήσια
συντήρηση του δασικού οδικού δικτύου και των αντιπυρικών ζωνών
– Καθημερινές περιπολίες για προστασία του δασικού πλούτου της
περιοχής
– Δημιουργήθηκαν 3 χώροι αναψυχής στο δάσος Τατοΐου
-Έχει συνταχθεί μελέτη περίφραξης των ιστορικών μνημείων, προϋπολογισμού
1.717.000 Ευρώ
Γεώργιος Αμοργιανιώτης
Δασολόγος
Δασάρχης Πάρνηθας